- αναθεωρήσιμος
- -η, -οαυτός που επιδέχεται αναθεώρηση, που είναι δυνατόν να αναθεωρηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναθεώρηση (-ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθεώρηση — η (Α ἀναθεώρησις) νεοελλ. 1. νέα και επιμελέστερη εξέταση, επανεξέταση, επανέλεγχος, αναψηλάφιση 2. ριζική ανασκευή, αλλαγή τών ιδεών, πεποιθήσεων ή θεωριών κάποιου αρχ. ακριβής εξέταση, έρευνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναθεωρῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθεωρήσιμος] … Dictionary of Greek